καταπολίζω

καταπολίζω
καταπολίζω (Μ)
1. κτίζω πολλές πόλεις, γεμίζω με πόλεις
2. παθ. καταπολίζομαι
(για χώρα) πυκνοκατοικούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + πολίζω «κτίζω πόλη» (< πόλις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”